- καταθλαδία
- καταθλαδία, ἡ (Α)φρ. «καταθλαδία ποινή» — η ποινή τού ευνουχισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλῶ με τη σημασία «ευνουχίζω». Πρβλ. θλαδιώ «ευνουχίζω» και θλαδίας «ευνούχος» < θλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταθλαδίαν — καταθλαδίᾱν , κατά θλαδιάω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καταθλαδίᾱν , κατά θλαδιάω make imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)